- δουλέκδουλος
- δουλ-έκδουλος, ὁ,A a born slave, Seleuc. ap. Ath.6.267c, D.S.10 Fr.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουλέκδουλος — δουλέκδουλος, ο (Α) δούλος που είναι παιδί δούλων … Dictionary of Greek
δουλέκδουλος — a born slave masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλέκδουλοι — δουλέκδουλος a born slave masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλέκδουλον — δουλέκδουλος a born slave masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικύρτας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δουλέκδουλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ασιατικής προέλευσης] … Dictionary of Greek